Το Ληξούρι
Στην ανατολική πλευρά της Χερσονήσου Παλικής Κεφαλονιάς βρίσκεται η «όμορφη Χωροπούλα» του Ανδρέα Λασκαράτου, το Ληξούρι, η μία από τις δύο μεγάλες πόλεις του νησιού.
Αναφέρεται πρώτη φορά , το 1534, ως LAZURI, σε έγγραφο διαμαρτυρίας προς την Ενετική Γερουσία.
Γύρω στο 1800, επί γαλλικής κατοχής , το Ληξούρι έγινε έδρα του Υγειονομικού και του Πρωτοδικείου κι αυτό γέννησε πολλές ελπίδες ότι θα γινόταν πρωτεύουσα του νησιού.
Ήταν προσεισμικά το Ληξούρι μια πόλη με στενά καντούνια , ψηλά καμπαναριά και αρκετές εκκλησίες, και ρούγες γουλόστρατες γεμάτες παράδοση. Στο κέντρο του δέσποζε το Μαρκάτο, κτίριο επιβλητικό, περίστυλο, που έφτιαξαν οι Άγγλοι το 1824.
Δύο καταστρεπτικοί σεισμοί, ο ένας στις 23 Ιανουαρίου 1867 και ο άλλος στις 12 Αυγούστου 1953, κατάστρεψαν την πόλη. Η σημερινή ξανακτίστηκε στο ίδιο μέρος, αλλά έχει χάσει πολλά από τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά της .
Μετά το σεισμό του 1953 η πόλη του Ληξουρίου άρχισε ν’ ανασυγκροτείται από τα Θεμέλια. Οικοδομήθηκαν αξιόλογα κτήρια, δημοτικά και μη, που καλύπτουν και υπηρετούν τις ανάγκες της. Ευτυχώς η δόμησή της έγινε πάνω στις παλιές γραμμές και μπορούμε να πούμε ότι διατηρήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος η παλιά γραφικότητα.Πλατείες , δενδροφυτεμένοι δρόμοι, η βρύση στη πλατεία , το πηγάδι του Αγίου Λύπιου , τ’ αγάλματα και τα Μνημεία δίνουν μια αισθητική και συγχρόνως μαρτυρούν το αξιόλογο παρελθόν. Σήμερα το Ληξούρι με τον άριστα οργανωμένο Δήμο του , με τον ανοιχτό του ορίζοντα , τη θαλάσσια συγκοινωνία με τη γείτονα πόλη, μα πάνω απ’ όλα με τα έργα , βρίσκετε στις πρώτες γραμμές για να βαδίσει σταθερά τη χιλιετία που έρχεται. Αυτό επιβεβαιώνεται από την υποδομή που έχει ο τόπος σ’ επιστημονικό , πνευματικό και διοικητικό δυναμικό.
Σε τούτο το δυτικό μέρος του νησιού, που στέκει μακριά από τους απέναντι ορεινούς όγκους της υπόλοιπης Κεφαλονιάς , το ανάγλυφο του εδάφους παρουσιάζεται σε ύφεση, φτιάχνει λόφους ομαλούς και απλόχωρους κάμπους , ανοίγει ακρογιαλιές, πρόσχαρες και γραφικά ρυάκια. Όπου και να σταθείς εδώ, ο ορίζοντας μπροστά σου είναι ελεύθερος, το μάτι δεν περιορίζεται, δεν πιάνεται η ψυχή σου. Και ίσως εδώ να είναι ο λόγος που οι κάτοικοί του είναι «ιδιόρρυθμοι» γεμάτοι κέφι και ζωντάνια, με έφεση προς τα γράμματα και τις τέχνες.